Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

Μετά τη πυρκαγιά

Της Δανάης Α. Μπασαντή

Το απόγευμα της Δευτέρας 23 Ιουλίου, η φωτιά σάρωσε την περιοχή μου, με δύναμη και ταχύτητα έκρηξης, από το Μάτι μέχρι το λιμάνι της Ραφήνας. Οι φλόγες ξεπήδησαν από το Νταού Πεντέλης και όρμησαν μέσα στο πευκόφυτο Νέο Βουτζά, όπου μετατράπηκαν σε πύρινο καμίνι που κατάπινε αστραπιαία βλάστηση, αυτοκίνητα, κατοικίες και ανθρώπους.
Μέχρι το βράδυ ο δυνατός δυτικός άνεμος έφτασε τη φωτιά στη θάλασσα και πυκνοί μαύροι καπνοί κάλυψαν τις παραλίες. Όσοι βούτηξαν στο νερό για  να σωθούν από την αποπνικτική ατμόσφαιρα παρασύρθηκαν στα ανοιχτά, να παλεύουν ώρες με τα κύματα, μίλια μακριά από την ακτή, χαμένοι μες τη νύχτα! Η απουσία των αρμόδιων άφησε τη πυρκαγιά ανεξέλεγκτη να μπει μέσα στον αστικό ιστό πλησιάζοντας το κέντρο της Ραφήνας.
Ήμουν μακριά από τη φωτιά αλλά η σκέψη μου ήταν σε αυτή και καθώς έπεφτε το σκοτάδι έκλεισα τα μάτια μου και ψιθύρισα μια προσευχή. Ήταν το μόνο που είχα τη δύναμη να κάνω. Κάτι τέτοιες στιγμές ενεργείς με το ένστικτο. Προσπαθείς να σωθείς και να προστατεύσεις ότι πολυτιμότερο έχεις. Ή, αν δεν μπορείς κάνεις μια προσευχή…
Ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Ο πύρινος εφιάλτης έδωσε τη θέση του σε μια τραγική πραγματικότητα που απλώθηκε σαν μαύρη πληγή, ανάμεσα σε καρβουνιασμένα συντρίμμια, στάχτη και πόνο. Αλλά η φρίκη δεν είχε αποκαλύψει ακόμα το αληθινό της μέγεθός. Κάθε μέρα που περνούσε ακούγαμε στις ειδήσεις με αγωνία τον αριθμό των θυμάτων να μεγαλώνει ενώ οι αγνοούμενοι λιγόστευαν. Άλλους ανέσυραν από τα καρβουνιασμένα ερείπια και άλλους από τη θάλασσα.  

Πέρασαν μέρες για να πάρω το θάρρος να πάω στο Μάτι. Την τελευταία φορά είχα βρεθεί εκεί μια ηλιόλουστη μέρα στις αρχές του Ιουνίου. Είχαμε πάει στην παραλία που βρισκόταν το καφέ «Κάβο», στεκόμασταν ανάμεσα στα πεύκα και μας δρόσιζε το αεράκι της θάλασσας. Σήμερα στη παραλία αυτή έχουν απομείνει μόνο καμένοι κορμοί δέντρων και καψαλισμένα συντρίμμια που χάσκουν εγκαταλελειμμένα. Πάνω σ’ έναν τσιμεντένιο πυλώνα της ΔΕΗ κολλημένες αυτοσχέδιες αφίσες με φωτογραφίες από ζωάκια που αναζητούνται από τους ιδιοκτήτες τους. «Χάθηκε σκυλίτσα», «Χάθηκε γάτα με λουράκι», χάθηκαν πολλά και γεννήθηκε ένα «γιατί;». Γιατί να γίνουν όλα αυτά;
Στο ακρογιάλι, το αεράκι ανασηκώνει μαύρες στάχτες από το χώμα δημιουργώντας σύννεφα σκόνης που για μια στιγμή λαμπιρίζουν στο φως του ήλιου και στην συνέχεια πέφτουν ξανά στο έδαφος. Τα απομεινάρια της φωτιάς αναδύουν μια δύσοσμη μυρωδιά. Άλλαξε το τοπίο, αγρίεψε, στράγγιξε η παλέτα των χρωμάτων του. Πώς να αντέξει η ματιά μας τόσο μαύρο. Μόνο ο γιαλός έμεινε γαλάζιος να αστραποβολεί το απογευματινό φως. Στρέφω βιαστικά το βλέμμα μου προς στη θάλασσα, αναζητώ το μπλε χρώμα της, αναζητώ την παρήγορη γαλήνη της. 
  

Πίσω από την ψηλή καπνισμένη καγκελόπορτα ενός σπιτιού, ότι απέμεινε από τους καμένους τοίχους του στέκεται απόκοσμα ανάμεσα σε πεσμένους κορμούς. Σ’ ένα σταυροδρόμι παρακάτω στοιβαγμένες στο χώμα ξύλινες κολώνες δικτύων με ένα συνονθύλευμα από λιωμένα καλώδια και μετασχηματιστές. Παντού συναντάμε συνεργεία που προσπαθούν να αποκαταστήσουν τα κατεστραμμένα δίκτυα. Υλοτόμοι με πριόνια βενζίνης ρίχνουν στο έδαφος τους καμένους κορμούς, γεμίζοντας τη περιοχή θόρυβο και πριονίδι. Τα φορτηγά κουβαλούν αδιάκοπα καμένα υλικά και μπάζα. Γερανοί μαζεύουν από τους δρόμους σχεδόν χίλιους απανθρακωμένους σκελετούς αυτοκινήτων που πάνε για παλιοσίδερα.
Τα φθινοπωρινά πρωτοβρόχια ήρθαν να ξεπλύνουν τις στάχτες του Ιουλίου. Το κουδούνι χτύπησε και οι μαθητές μαζεύονται στο προαύλιο. Μουδιασμένα και δειλά ξεκίνησε η φετινή σχολική χρονιά. Στον αγιασμό, μαθητές και δάσκαλοι σκύβουν για μια στιγμή τα κεφάλια. Κρατούν ενός λεπτού σιγή για τα παιδιά που χάθηκαν. Δεν υπάρχουν λόγια για να ειπωθούν στο καλωσόρισμα των παιδιών. Λείπουν συμμαθητές και φίλοι τους. Στη τάξη κάποιες καρέκλες έμειναν άδειες. Τίποτα δεν είναι ίδιο πια.

Όσοι βρέθηκαν στο πύρινο μέτωπο μείνανε αβοήθητοι μπροστά στην καταστροφή, σαν ήρωες σε αρχαία τραγωδία προσμένανε τον από μηχανής θεό να τους σώσει από τη σκληρή τους μοίρα. Σε μια νύχτα το πέρασμα της φωτιάς σημάδεψε αυτό το τόπο. Ο Πυλάδης μιλώντας για τη μεγάλη κακοτυχία του φίλο του Ορέστη, στην Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη, συμπεραίνει : (στίχος 720) «Έστιν η λίαν δυσπραξία λίαν διδούσα μεταβολάς» δηλαδή οι πολύ δύσκολες καταστάσεις φέρνουν και μεγάλες αλλαγές.    



Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό «(δε)κατα», τεύχος 55, το φθινόπωρο του 2018.

 
Ευχαριστήσω θερμά τον κύριο Ντίνο Σιώτη που μου έδωσε την ευκαιρία να συνεργάζομαι με τα (δε)κατα.




Φωτογραφίες: Δανάη Μπασαντή
 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου